- διαλείπω
- (AM διαλείπω) [λείπω]υπάρχω ή γίνομαι κατά διαστήματανεοελλ.(μτχ.) (για ασθένεια, σύμπτωμα ή φαινόμενο) διαλείπων, -ουσα, -οναυτός που επαναλαμβάνεται κατά χρονικά διαστήματααρχ.-μσν.1. παραλείπω, σταματώ να κάνω κάτι2. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι3. λείπω, απουσιάζωαρχ.1. αφήνω ενδιάμεσο διάστημα2. κάνω διακοπή3. στέκομαι σε απόσταση, απέχω4. παρεμπίπτω5. παύω6. (το ουδ. τής μτχ.) διαλεῑποντο χάσμα, το ενδιάμεσο διάστημα.
Dictionary of Greek. 2013.